ἀποστασία — ἀποστασίᾱ , ἀποστασία defection fem nom/voc/acc dual ἀποστασίᾱ , ἀποστασία defection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστασία — η 1. αποχώρηση, αποσκίρτηση: Σημειώθηκε αποστασία στο κόμμα των Φιλελευθέρων. 2. εξέγερση κατά της κρατικής ή άλλης εξουσίας: Η αποστασία της Ερυθραίας έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Αιθιοπία. 3. (εκκλησ.), απάρνηση της χριστιανικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποστασίᾳ — ἀποστασίαι , ἀποστασία defection fem nom/voc pl ἀποστασίᾱͅ , ἀποστασία defection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστασίας — ἀποστασίᾱς , ἀποστασία defection fem acc pl ἀποστασίᾱς , ἀποστασία defection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστασίαι — ἀποστασία defection fem nom/voc pl ἀποστασίᾱͅ , ἀποστασία defection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστασίαν — ἀποστασίᾱν , ἀποστασία defection fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Богоотступничество — (άποστασία, praevaricatio) есть добровольное, не вынужденное какими нибудь опасностями отпадение от христианства к иудейству или язычеству; этим оно отличается от вынужденного гонениями отпадения от веры христианской так называемых падших (Lapsi) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἀποστασιάσαι — ἀποστασιά̱σᾱͅ , ἀπό στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) ἀπό στασιάζω to be at variance aor inf act ἀποστασιάσαῑ , ἀπό στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστασιῶν — ἀποστασία defection fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστασίαις — ἀποστασία defection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)